11 Ιουνίου 2013

Δυο άνθρωποι σε μια λίμνη

Δίπλα στα πόδια μου που δοκιμάζουν φοβισμένα το νερό της λίμνης, ένα άλλο ζευγάρι πόδια πλησιάζει. Όχι από τα καλλίγραμμα, αλλά από τα άλλα, με τις φλέβες που εκρήγνυνται και τα στραβωμένα δάχτυλα. Σηκώνω το βλέμμα μου και αντικρίζω ένα άλλο βλέμμα. Μου χαμογελάει κάτω από ένα άσπρο, ψάθινο καπέλο. «Κρύο δεν είναι;» με ρωτάει. Κρύο, ναι, απαντώ. Πιο πίσω, δύο άλλα πόδια, εξίσου γέρικα και αργά, αλλά πολύ πιο αποφασιστικά, εμφανίζονται και σύντομα μας προσπερνούν. Το λευκό ψάθινο καπέλο έχει τώρα μπροστά του ένα άλλο ψάθινο καπέλο, άσπρο κι αυτό, που του απευθύνει τον λόγο στα ισπανικά. «Είναι κρύο» συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο το πρώτο καπέλο, με το ολόσωμο μαγιό. «Μια χαρά είναι» έρχεται η απάντηση από το δεύτερο, «έλα σε παρακαλώ». Το πρώτο καπέλο διστάζει, αλλά το δεύτερο γυρίζει και του απλώνει το χέρι, ροζιασμένο και ζαρωμένο μα κάποτε σίγουρα στιβαρό. «Κατίνα, πορ φαβόρ» λέει με φωνή σταθερή, γλυκιά και τόσο όσο χρειάζεται επιτακτική. Η Κατίνα απλώνει το χέρι και αφήνει το σώμα της να βυθιστεί δίπλα του στο νερό. Μένω να τους κοιτάζω καθώς απομακρύνονται πιασμένοι χέρι χέρι, η Κατίνα και ο κύριος Χ, δυο άνθρωποι γύρω στα 80, δυο σώματα βαριά από τα χρόνια, με σάρκες που κρέμονται πια, να περπατούν στις παρυφές της λίμνης Βουλιαγμένης.

Καθώς αφήνω πια κι εγώ το σώμα μου μέσα στα νερά της λίμνης, αρχίζω να σκέφτομαι τις όχι ιδανικές σχέσεις. Τις ανθρώπινες. Εκείνες στις οποίες πιστέψαμε, αλλά μας πρόδωσαν. Αυτές που κουράστηκαν από τα βάρη μιας κοινής ζωής και έζησαν μαζί αλλά στην ουσία χώρια. Τις άλλες που διαχώρισαν τους δρόμους τους νωρίς και δεν συμπορεύτηκαν ποτέ ξανά με κανέναν. Αυτές που πνίγονται στην αδιαφορία, που ξεσπούν στις φωνές, που τελματώνουν από την έλλειψη κοινού ονείρου σε κάποιο διαμέρισμα. Τις πιο πολλές που πάνε μία έτσι και μία αλλιώς σε μια θάλασσα άλλοτε φουρτουνιασμένη κι άλλοτε νηφάλια σα λίμνη. Όλες τις σχέσεις που είναι γύρω μας και πίσω μας και μπροστά μας. Χωρίς πικρία ή απογοήτευση, όχι επειδή έχω άσχημα βιώματα, αλλά επειδή το ξέρω, το βλέπω πως έτσι είναι. Και δεν περίμενα ποτέ να είναι αλλιώς. Ούτε πίστεψα ποτέ στις διαφημίσεις των ασφαλιστικών εταιρειών. Οι άνθρωποι μεγαλώνοντας γίνονται πιο δύσκολοι, γιατί γίνονται και οι ζωές τους πιο δύσκολες. Και αυτό είναι απολύτως κατανοητό και σεβαστό.

Όμως όσο κάνω αυτές τις σκέψεις, η Κατίνα και ο καλός της έχουν διανύσει σχεδόν τη μισή λίμνη περπατώντας  – και όχι κολυμπώντας – χέρι χέρι. Αργά, αλλά σταθερά. Με τα κορμιά τους να σκουντουφλάνε, με τα καπέλα τους άλλοτε να βρίσκουν κι άλλοτε να απομακρύνονται, μα πάντα να λάμπουν κάτω από τον αττικό ήλιο σαν αλλιώτικα φωτοστέφανα. Δεν ξέρω πόσα χρόνια τούς πήρε για να φτάσουν ως εδώ, αν στο σπίτι τους τσακώνονται ή αν ακόμη σκεπάζει ο ένας τον άλλον, αν έχουν παιδιά που τους φροντίζουν ή αν έμειναν «μόνοι» στα μάτια των ζευγαριών που απέκτησαν πολύτεκνες οικογένειες για τα μάτια των άλλων. Δεν ξέρω καν αν προσπάθησαν πολύ για να μπορούν τώρα να περπατούν έτσι ή αν απλώς τους έτυχε. Αν γνωρίστηκαν στο λύκειο ή σε κάποια εκδρομή για συνταξιούχους. Αν κεραυνοβολήθηκαν ή αν έδωσαν τα χέρια πάνω από κάποιο στρωμένο με σεμεδάκι τραπέζι. Αλλά δεν έχει καμία σημασία. Σημασία έχει μόνο αυτή η στιγμή. Γιατί ακόμη κι αν όλα στρώθηκαν στη ζωή τους ρόδινα – πράγμα που δεν πιστεύω – η στιγμή αυτή και μόνο χρειάζεται τεράστια δύναμη και εκπέμπει τεράστια αγάπη. Ικανή να κινήσει γη και ουρανό. Να κάνει παιδιά, να τα μεγαλώσει και να πάνε τον κόσμο λίγο παραπέρα. Η στιγμή αυτή που δύο ηλικιωμένοι περπατούν χέρι χέρι σε μια λίμνη κλείνει μέσα της για μένα όχι το τέλος, μα την αρχή μιας ζωής. Κι απ’ όλα τα όνειρα που κατά καιρούς έχω κάνει, με μοναδική εξαίρεση Εκείνη, μοιάζει το πιο αληθινό.



2 σχόλια:

  1. Με συγκίνησες βρε Κέλλυ!
    Πόσο ήθελα να γερνούσαν παρέα και οι δικοί μου γονείς...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ακόμη ένα μαγικό σου κείμενο...Ναι ένα υπέροχα απλό όνειρο κι είναι τέλειο το ότι μπορεί να γίνει αληθινό...

    ΑπάντησηΔιαγραφή